- Σαρακατσαναίοι
- Σαρακατσαναίοι, οι και Σαρακατσάνοι, οι(πιθ. λ. τουρκ.), φυλή νομαδική που ζει κυρίως στη Θεσσαλία, Ήπειρο και Μακεδονία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σαρακατσάνος — ο, θηλ. Σαρακατσάνα και Σαρακατσάνισσα, N συν. στον πληθ. οι Σαρακατσάνοι και Σαρακατσαναίοι Έλληνες νομάδες κτηνοτρόφοι με ιδιότυπα στοιχεία συλλογικής ζωής οι οποίοι στο παρελθόν μετακινούνταν σε μια ευρύτερη έκταση τής Βαλκανικής, αλλά μετά το … Dictionary of Greek
Σαρακατσάνοι — Λέγονται και Σαρακατσαναίοι. Νομαδική φυλή κτηνοτρόφων, που ζει στην Ελλάδα. Οι Σ. είναι διασκορπισμένοι σε ολόκληρη τη χώρα, εκτός από τα νησιά, και είναι χωρισμένοι σε πατριές, κάθε μια από τις οποίες έχει δικό της αρχηγό. Μιλάνε δική τους,… … Dictionary of Greek
Χατζημιχάλη, Αγγελική — (Αθήνα 1895 – 1965). Ελληνίδα λαογράφος, συγγραφέας και ζωγράφος. Υπήρξε πρωτεργάτης στην έρευνα της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Γόνος της οικογένειας Κολυβά, έτυχε ιδιαίτερης μόρφωσης και αγωγής. Πολύ νωρίς έστρεψε το ενδιαφέρον της στην… … Dictionary of Greek
βλαχόφωνος — η, ο αυτός που μιλά τα βλάχικα: Οι Σαρακατσαναίοι της Πίνδου ήταν βλαχόφωνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκηνίτης — ο αυτός που ζει σε σκηνή, αυτός που ζει νομαδική ζωή: Οι Σαρακατσαναίοι παλιότερα ήταν σκηνίτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)